- αδρυντικός
- ἁδρυντικός, -ή, -όν (Α) [ἁδρύνω]αυτός που κάνει κάτι αδρά, δυνατά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρύνω — (Α ἁδρύνω) (Ν και ἁδρένω) μεστώνω, ωριμάζω, μεγαλώνω αρχ. κάνω κάτι να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρὸς. ΠΑΡ. αρχ. ἅδρυνσις, ἁδρυντικός] … Dictionary of Greek